- άβολος
- η , ο1) неудобный; без удобств; 2) плохой, труднопроходимый (о дороге); 3) тяжёлый, с тяжёлым характером, несговорчивый (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄβολος — that has not shed his foal teeth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβολος — (I) ἄβολος, ον (Α) 1. (για το πουλάρι) αυτό που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα δόντια του 2. (για το γέρικο άλογο) αυτό που δεν αλλάζει πια δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βολή < βάλλω]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν παρέχει ευκολίες, ανέσεις, ο … Dictionary of Greek
άβολος — η, ο αυτός που δεν προσφέρει βολή, άνεση: Το σπίτι ήταν μικρό κι άβολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβόλως — ἄβολος that has not shed his foal teeth adverbial ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβολον — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem acc sg ἄβολος that has not shed his foal teeth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβόλοις — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβόλου — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβόλους — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβόλων — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβολα — ἄβολος that has not shed his foal teeth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβολοι — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)